γραμμοειδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραμμοειδώς < αρχαία ελληνική γραμμοειδῶς < γραμμοειδής
Επίρρημα
[επεξεργασία]γραμμοειδώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραμμοειδώς
|