γρατζουνισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γρατζουνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γρατζουνίζω και γρατζουνάω < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣɾa.d͡zu.niˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐τζου‐νι‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]γρατζουνισμένος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γρατσουνίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γρατζουνισμένος
|