γραφίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραφίστρια < γραφίσ(τας) + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραφίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) η ασχολούμενη με την γραφιστική (αρσενικό γραφίστας)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη γραφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραφίστρια
|