γριούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γριούλα | οι | γριούλες |
γενική | της | γριούλας | — | |
αιτιατική | τη | γριούλα | τις | γριούλες |
κλητική | γριούλα | γριούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γριούλα < υποκοριστικό για την αρκετά ηλικιωμένη γυναίκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γριούλα θηλυκό
- η αδυναμη ίσως και άρρωστη, αλλά πάντως αγαθή ηλικιωμένη γυναίκα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γριούλα
|