γριπωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γριπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γριπώνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]γριπωμένος, -η, -ο
- που πάσχει από γρίπη
γριπωμένος, -η, -ο