γροιλανδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γροιλανδικός < Γροιλανδ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]γροιλανδικός, -ή, -ό,
- ο σχετικός με Γροιλανδία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γροιλανδικός
|