γυαλιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυαλιάς | οι | γυαλιάδες |
γενική | του | γυαλιά | των | γυαλιάδων |
αιτιατική | τον | γυαλιά | τους | γυαλιάδες |
κλητική | γυαλιά | γυαλιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυαλιάς αρσενικό
- ο γυαλάκιας, αυτός που φορά γυαλιά μυωπίας ή ηλίου, ο διοπτροφόρος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυαλιάς
|
Σημείωση: Ο Γιαλιάς είναι μεγάλος χείμαρρος της Κύπρου. (ομόηχη λέξη)