γυιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γιός

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυιός < υἱός


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γυιός αρσενικό
  • παλιότερη γραφή του γιός



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυιός < γυῖον (γόνατο, κνήμη, χέρι)


Επίθετο

[επεξεργασία]
γυιός, ή, όν
  • χωλός, που έχει κάποια αναπηρία για διάφορους λόγους

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]
  • γυιαρκής, ής, ές (που κανει τα μέλη να επαρκούν, τα ενισχύει, που βοηθά στην υγεία τους)
  • γυιοβαρής, ής, ές (που βαραινει τα μέλη)
  • γυιβόρος (που φθείρει, τρώει τα μέλη, αλλά ίσως γυικόρος και είναι εσφαλμένη γραφή)
  • γυιοδάμας (που δαμάζει τα μέλη)
  • γυιοπέδη (χειροπέδη και ποδακάκη, δεσμά μελών)