γυιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυιός < υἱός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- γυιός αρσενικό
- παλιότερη γραφή του γιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυιός < γυῖον (γόνατο, κνήμη, χέρι)
Επίθετο
[επεξεργασία]- γυιός, ή, όν
- χωλός, που έχει κάποια αναπηρία για διάφορους λόγους