γυλιαύχην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυλιαύχην < γυλιός ή γύλιος (ο στατιωτικός σάκκος) και αὐχήν


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γυλιαύχην αρσενικό