γυμνάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυμνάς < γυμνάζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυμνάς-άδος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο γυμνός
  2. ο γυμνασμένος