γυμνής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γυμνῆς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝiˈmnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνής

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γυμνής



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γυμνής οἱ γυμνῆτες
      γενική τοῦ γυμνῆτος τῶν γυμνήτων
      δοτική τῷ γυμνῆτ τοῖς γυμνῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γυμνῆτ τοὺς γυμνῆτᾰς
     κλητική ! γυμνής γυμνῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμνῆτε
γεν-δοτ τοῖν  γυμνήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυμνής < γυμνός + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυμνής αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γυμνός