γυμνιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γυμναστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυμνιστής οι γυμνιστές
      γενική του γυμνιστή των γυμνιστών
    αιτιατική τον γυμνιστή τους γυμνιστές
     κλητική γυμνιστή γυμνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυμνιστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nudiste, γυμν(ός) + -ιστής [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝi.mniˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνι‐στής
παρώνυμο: γυμναστής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυμνιστής αρσενικό (θηλυκό γυμνίστρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γυμνός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]