γυμνοσοφιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυμνοσοφιστής < ελληνιστική κοινή γυμνοσοφισταί. Μορφολογικά, γυμνός και σοφιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυμνοσοφιστής αρσενικό
- ο αρχαίος σοφός βραχμάνος, από το όνομα που έδωσαν οι Έλληνες της ελληνιστικής περιόδου στους γυμνοσοφιστάς
- ο γιόγκι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γυμνοπαδία (αρχαίο: γυμνοπαιδίαι)
- → δείτε τις λέξεις γυμνο- και σοφιστής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυμνοσοφιστής