γυμνώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυμνώνω < λείπει η ετυμολογία

γυμνώνω

  1. βγάζω όλα τα ρούχα από κάποιον, τον γδύνω εντελώς
  2. αφαιρώ το προστατευτικό περίβλημα από κάτι
    αφού γυμνώσεις στην άκρη τα καλώδια, ένωσε το κόκκινο με το μπλε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]