γυναικογήρυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυναικογήρυτος < γυνή και γηρύω

Επίθετο

[επεξεργασία]

γυναικογήρυτος, ος, ον