γυναικοδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γυναικοδουλειά | οι | γυναικοδουλειές |
γενική | της | γυναικοδουλειάς | των | γυναικοδουλειών |
αιτιατική | τη | γυναικοδουλειά | τις | γυναικοδουλειές |
κλητική | γυναικοδουλειά | γυναικοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυναικοδουλειά θηλυκό (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό)
- ερωτοδουλειά που αφορά άνδρα, δηλαδή ερωτική περιπέτεια κάποιου αρσενικού
- σχετικο με γυναίκα, δημιουργημένο από γυναίκα, ταιριαστό σε γυναίκα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυναικοδουλειά
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)