γυναικοκρασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυναικοκρασία < γυνή και κρᾶσις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυναικοκρασία θηλυκό