γυναικοκρατούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυναικοκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του γυναικοκρατούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]γυναικοκρατούμενος
- που γυναικοκρατείται, που ελέγχεται από γυναίκες, που κάνει τους άνδρες να νιώθουν αμήχανα
- γυναικοκρατούμενη κοινωνία (;;;)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυναικοκρατούμενος
|