γυναικοπαρέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυναικοπαρέα οι γυναικοπαρέες
      γενική της γυναικοπαρέας
    αιτιατική τη γυναικοπαρέα τις γυναικοπαρέες
     κλητική γυναικοπαρέα γυναικοπαρέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυναικοπαρέα < γυναικο- + παρέα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝi.ne.ko.paˈɾe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐ναι‐κο‐πα‐ρέ‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυναικοπαρέα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]