γυναικόμιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυναικόμιμος < γυνή και μιμέομαι-μιμοῦμαι

Επίθετο

[επεξεργασία]

γυναικόμιμος, ος, ον

  • που μιμείται γυναίκες