γυναικόποινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γυναικόποινος, ος, ον
- εκδίκηση για χάρη γυναίκας
- γυναικοποίνων πολέμων ἀρωγὰν ( Αισχ. Αγαμ. 255)