γυφτάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γυφτάκι | τα | γυφτάκια |
γενική | του | γυφτακιού | των | γυφτακιών |
αιτιατική | το | γυφτάκι | τα | γυφτάκια |
κλητική | γυφτάκι | γυφτάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυφτάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυφτάκι
|