γωνίασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γωνίασμα | τὰ | γωνιάσματα | ||||
γενική | τοῦ | γωνιάσματος | τῶν | γωνιασμάτων | ||||
δοτική | τῷ | γωνιάσματι | τοῖς | γωνιάσμασι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | γωνίασμα | τὰ | γωνιάσματα | ||||
κλητική ὦ! | γωνίασμα | γωνιάσματα | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣoˈni.a.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γω‐νί‐α‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γωνίασμα ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το γώνιασμα