γόητρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γόητρο < γοητεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γόητρο ουδέτερο

  • το κύρος που έχει κάποιος σε έναν τομέα, η υπόληψη, η καλή εικόνα που έχει ο κόσμος γι' αυτόν

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη γόης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]