γύναιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γύναιο τα γύναια
      γενική του γύναιου των γύναιων
    αιτιατική το γύναιο τα γύναια
     κλητική γύναιο γύναια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γύναιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γύναιον[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝi.ne.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γύ‐ναι‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γύναιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) παλιογυναίκα, παλιοθήλυκο, η γυναίκα κακού χαρακτήρα και διαγωγής
    δυστυχώς στην κοινωνία μας πλέον υπάρχουν πολλά γύναια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]