γύννις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γύννις < γυνή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γύννις-ιδος αρσενικό