γῆ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γη

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γ αἱ γαῖ
      γενική τῆς γῆς τῶν γῶν
      δοτική τῇ γ ταῖς γαῖς
    αιτιατική τὴν γῆν τὰς γᾶς
     κλητική ! γ γαῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γ
γεν-δοτ τοῖν  γαῖν
Μόνο συνηρημένο.
Σπάνιοι οι τύποι πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλῆ' όπως «γαλῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γῆ < αβέβαιης ετυμολογίας → δείτε και τις λέξεις γαία και αἶα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γῆ θηλυκό

  1. έδαφος
    γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν
  2. χώμα
  3. μάνα γη
    → δείτε παράθεμα στο γᾶ
  4. ξηρά ως αντίθετο της θάλασσας, αλλά και γενικά το περιβάλλον ως αντίθετο του ουρανού
  5. πατρίδα
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 1295-1297
    ἀνθ᾽ ὧν μ᾽ Ἐτεοκλῆς, ὢν φύσει νεώτερος, | γῆς ἐξέωσεν, οὔτε νικήσας λόγῳ | οὔτ᾽ εἰς ἔλεγχον χειρὸς οὐδ᾽ ἔργου μολών,
    Αλλ᾽ αντ᾽ αυτού, ο Ετεοκλής, νεότερος και δευτερότοκος, | με πέταξε έξω από τη χώρα, χωρίς επιχειρήματα, | ούτε επειδή αποδείχτηκε στη μεταξύ μας σύγκρουση πιο δυνατός,
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
    ※  Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος (Θουκυδίδης, Επιτάφιος, 430 πΚΕ)
  6. ορισμένα ορυκτά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]