δίγραμμη επιταγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίγραμμη επιταγή < δίγραμμη + επιταγή· ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική crossed cheque
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]δίγραμμη επιταγή θηλυκό
- (οικονομία) τραπεζική επιταγή που φέρει στην μπροστινή όψη δυο γραμμές (κατά κανόνα παράλληλες, αλλά και κάθετες ή εγκάρσιες), η οποία δεν πληρώνεται (εξοφλείται) από την τράπεζα (πληρωτής) σε οποιονδήποτε δικαιούχο, αλλά μόνο σε πρόσωπο που είναι πελάτης της, ή σε άλλη τράπεζα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίγραμμη επιταγή