δίδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δίδω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίδω < αρχαία ελληνική δίδωμι

δίδω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα δοσ- → δείτε τη λέξη δόσις

Σύνθετα

[επεξεργασία]

με το δίδω

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

με το δίδωμι  

  • ...