δαγκάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δαγκάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος δαγκάνω

δαγκάνομαι