δαδίν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δαδίν < αρχαία ελληνική δᾳδίον, υποκοριστικό της λέξης δᾴς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δαδίν
- δαδί
- είδος αφεψήματος από δαδί για ιατρική χρήση