δαμαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δαμαλίζω < δαμαλίτις / δαμαλίδα + -ίζω < αρχαία ελληνική δάμαλις < δαμάζω

δαμαλίζω (παθητική φωνή: δαμαλίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]