δαμασκήνωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]δαμασκήνωσης θηλυκό
- γενική ενικού του δαμασκήνωση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- δαμασκηνώσεως (λόγιο)
δαμασκήνωσης θηλυκό