δαπανημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δαπανημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δαπανώ
Μετοχή
[επεξεργασία]δαπανημένος, -η, -ο
- που τον έχουμε δαπανήσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δαπανημένος
|