δασμολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασμολόγος < ελληνιστική < δασμός + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- εμπειρογνώμονας εξειδικευμένος στη δασμολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δασμολόγος
|