δασοκομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασοκομία οι δασοκομίες
      γενική της δασοκομίας των δασοκομιών
    αιτιατική τη δασοκομία τις δασοκομίες
     κλητική δασοκομία δασοκομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δασοκομία < δάσος + -ο- + -κομία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sylviculture)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δασοκομία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]