δείλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δείλομαι < λείπει η ετυμολογία

δείλομαι

  1. πλησιάζω προς το απόγευμα
  2. λοκρικός τύπος του βούλομαι