δείρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δείρω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δέρνω
  2. θα δείρω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δέρνω

δείρω