δεκατρείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεκατρείς < δέκα + τρεις

Επίθετο

[επεξεργασία]

δεκατρείς αρσενικό ή θηλυκό, (δεκατρία ουδέτερο)

  • το αρσενικό και θηλυκό γένος του αριθμητικού δεκατρία (13)
    δεκατρείς άνθρωποι έκατσαν στο τραπέζι· παραδόξως κανένας δεν το θεώρησε γρουσουζιά!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]