δεματάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δεματάς | οι | δεματάδες |
γενική | του | δεματά | των | δεματάδων |
αιτιατική | τον | δεματά | τους | δεματάδες |
κλητική | δεματά | δεματάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεματάς αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεματάς
|