δενδροφύτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δενδροφύτευση | οι | δενδροφυτεύσεις |
γενική | της | δενδροφύτευσης* | των | δενδροφυτεύσεων |
αιτιατική | τη | δενδροφύτευση | τις | δενδροφυτεύσεις |
κλητική | δενδροφύτευση | δενδροφυτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δενδροφυτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δενδροφύτευση < δενδροφυτεύ{ω} + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δενδροφύτευση θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δενδροφύτευση
|