δεντροφυτεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεντροφυτεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δεντροφυτεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]δεντροφυτεμένος
- → δείτε τη λέξη δενδροφυτεμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεντροφυτεμένος
→ δείτε τη λέξη δενδροφυτεμένος |