δεξαμενόπλοιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/e/e3/Motortankschiff_Annika_auf_der_Elbe_in_Hamburg_%28IMO_9628489%2C_ENI04809760%29-4810.jpg/220px-Motortankschiff_Annika_auf_der_Elbe_in_Hamburg_%28IMO_9628489%2C_ENI04809760%29-4810.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεξαμενόπλοιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) πλοίο που μεταφέρει πετρέλαιο ή άλλα καύσιμα σε δεξαμενές