δερματέμποροι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]δερματέμποροι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του δερματέμπορος
δερματέμποροι αρσενικό