δεσμευμένη μεταβλητή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεσμευμένη μεταβλητή < → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και μεταβλητή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bound variable
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]δεσμευμένη μεταβλητή
- (προγραμματισμός) bound variable: μεταβλητή (variable) στην οποία έχει αποδοθεί τιμή και επομένως έχει δεσμεύσει συγκεκριμένο χώρο στην κεντρική μνήμη που περιέχει την τιμή της μεταβλητής
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεσμευμένη μεταβλητή