δεσμευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεσμευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]δεσμευτικός, -ή, -ό
- που δεσμεύει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεσμευτικός