δεσμωτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεσμωτήριο | τα | δεσμωτήρια |
γενική | του | δεσμωτήριου & δεσμωτηρίου |
των | δεσμωτήριων & δεσμωτηρίων |
αιτιατική | το | δεσμωτήριο | τα | δεσμωτήρια |
κλητική | δεσμωτήριο | δεσμωτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεσμωτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεσμωτήριο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεσμωτήριο
|