δευτερολεπτοδείκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δευτερολεπτοδείκτης < δευτερόλεπτο + δείκτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δευτερολεπτοδείκτης αρσενικό
- ο δείκτης του ρολογιού που δείχνει τα δευτερόλεπτα