δεύτερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δεύτερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δεύτερος
Δείτε επίσης : δευτέρα, Δευτέρα |
δεύτερα