δεύτερος ξάδερφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]δεύτερος ξάδερφος αρσενικό, (θηλυκό δεύτερη ξαδέρφη)
δεύτερος ξάδερφος αρσενικό, (θηλυκό δεύτερη ξαδέρφη)