δεύτερος ξάδερφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεύτερος ξάδερφος < → δείτε τις λέξεις δεύτερος και ξάδερφος

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

δεύτερος ξάδερφος αρσενικό, (θηλυκό δεύτερη ξαδέρφη)